- ἠπία
- ἠπίᾱ , ἤπιοςgentlefem nom/voc/acc dualἠπίᾱ , ἤπιοςgentlefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἠπίᾳ — ἠπίᾱͅ , ἤπιος gentle fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤπια — ἤπιος gentle neut nom/voc/acc pl ἤπιος gentle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπίας — ἠπίᾱς , ἤπιος gentle fem acc pl ἠπίᾱς , ἤπιος gentle fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤπι' — ἤπια , ἤπιος gentle neut nom/voc/acc pl ἤπια , ἤπιος gentle neut nom/voc/acc pl ἤπιε , ἤπιος gentle masc voc sg ἤπιε , ἤπιος gentle masc/fem voc sg ἤπιαι , ἤπιος gentle fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνω — ήπια, πιώθηκα, πιωμένος, παίρνω υγρό από το στόμα, ρουφώ, μεθώ: Ολημερίς πίνει και δεν ξέρει τι κάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἠπίαν — ἠπίᾱν , ἤπιος gentle fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικά — Φάρμακα που διευκολύνουν την κένωση του περιεχομένου του εντέρου. Aποκαλούνται ήπια κ. ή υπακτικά, όταν η δράση τους είναι ήπια, και δραστικά, όταν η δράση τους είναι έντονη. Ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης τους, διακρίνονται σε δύο ομάδες:… … Dictionary of Greek
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… … Dictionary of Greek